- βαλανηφαγία
- βαλανηφαγία, η (Α) [βαλανηφάγος]το να τρώει κανείς βαλανίδια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαλανηφαγίας — βαλανηφαγίᾱς , βαλανηφαγία a living on acorns fem acc pl βαλανηφαγίᾱς , βαλανηφαγία a living on acorns fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανηφαγίαν — βαλανηφαγίᾱν , βαλανηφαγία a living on acorns fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)